- μουστερής
- ο , μουστερίδίσσα η клиент, -ка;покупатель, -ница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουστερής — ο αγοραστής, πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. musteri] … Dictionary of Greek
μουστερής — ο (λ. τουρκ.) 1. ο πελάτης, ο αγοραστής: Πέρασαν πολλοί μουστερήδες αλλά δεν ψώνισαν τίποτα. 2. μτφ., αυτός που ενδιαφέρεται να αποχτήσει κάτι: Ήρθαν αρκετοί μουστερήδες για να αγοράσουν το διαμέρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουστερής, Μιχάλης — (Λεμεσός Κύπρου 1919 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε εμπορικές επιστήμες, ενώ διδάχθηκε και μαθήματα Φιλολογίας, Τέχνης, Θεάτρου κλπ. Σταδιοδρόμησε ως αρχιλογιστής σε ιδιωτική εταιρεία της Λεμεσού. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έγραψε… … Dictionary of Greek
θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… … Dictionary of Greek
muşteriu — MUŞTERÍU, muşterii, s.m. Cumpărător, client. – Din tc. müşteri. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 MUŞTERÍU s. 1. v. client. 2. (la pl.) v. clientelă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime muşteríu s … Dicționar Român